Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Ο «ΑΛΛΟΣ» ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΛΑΝΤΗ

« Κίνδυνος υπάρχει για το δημοκρατικό πολίτευμα και από την Αριστερά συνολικά λόγω της θεωρητικής της θέσης για την δικτατορία του προλεταριάτου… η οξύτητα προωθείται από την άκρα Αριστερά και την μη ακραία Αριστερά (ΠΑΣΟΚ)», ομιλία του Κ. Καραμανλή στην Βουλή την 12-6-1976.
Η Αριστερά δεν είναι μια μικρόψυχη πολιτική δύναμη. Είναι σε θέση να αναγνωρίζει την πολιτική ικανότητα και αξία των ηγετικών της αντιπάλων. Κοιτώντας προς τα πίσω στον 20ο αιώνα, μπορεί να αναγνωρίσει κανείς ως χαρισματικούς και οξυδερκείς αστούς ηγέτες τουλάχιστον τέσσερις, τον Ελευθέριο Βενιζέλο πριν από τον τελευταίο πόλεμο, τους Γεώργιο Παπανδρέου, Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου μετά τον πόλεμο. Οι τελευταίοι δυο σημάδεψαν με την δράση τους την Μεταπολίτευση, το διάστημα δηλαδή από την πτώση της χούντας και μέχρι το διπλό 1989 (πτώση του τείχους και τέλος του «αναδιανεμητικού» ΠΑΣΟΚ).

Η έλλειψη μικροψυχίας δεν σημαίνει, βεβαίως, την απώλεια της πολιτικής ικανότητας, την απώλεια δηλαδή της ικανότητας να διακρίνεις –όπως το έθετε ο επιφανής αντιδραστικός νομικός του Μεσοπολέμου Καρλ Σμιττ- ανάμεσα στον «εχθρό» και τον «φίλο». Δυνάμεις που χάνουν αυτό το ένστικτο δεν έχουν, συνήθως, πολιτικό μέλλον. Δυνάμεις που το διατηρούν επιβιώνουν ακόμη και στους χαλεπούς καιρούς.
Όσον αφορά τον Κ.Καραμανλή, αυτός εκπροσώπησε επάξια το αστικό πνεύμα της εποχής του (Zeitgeist) σε διάφορες εκδοχές του. Αφού έδρασε ως ένας μείζων αυταρχικός πολιτικός του μετεμφυλιακού κράτους ( 1955-1963) και ως άνθρωπος του αμερικανικού παράγοντα, κατανόησε αρκετά νωρίς (ήδη από την συνταγματική του «πρόταση βαθείας τομής» του 1963 ) την εξάντληση αυτού του μοντέλλου κυριαρχίας, συγκρούστηκε με αυτό και μετά το 1974 πρωτοστάτησε στην οργάνωση μιας νέας αστικής ταξικής στρατηγικής, του αστικού εκσυγχρονισμού. Η στρατηγική αυτή σήμαινε το άνοιγμα σε μια αστική δημοκρατική οργάνωση της εξουσίας, στην νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων και της Αριστεράς γενικότερα και στην συνταγματική θέσπιση ενός κοινοβουλευτικού πλουραλιστικού κράτους δικαίου δυτικού τύπου. Η δύναμη του Καραμανλή το 1974 δεν οφείλεται σε κάποιον υποτιθέμενο δημοκρατισμό του –ας μην ξεχνάμε εδώ ότι κριτίκαρε την χούντα διότι «σοβιετοποιούσε» τον ελληνικό στρατό- αλλά στην ορθή διάγνωση του ταξικού συσχετισμού δύναμης στο τέλος της χούντας : η συνέχιση του μετεμφυλιακού κράτους και της μοναρχίας , που είχαν καταρρεύσει ιδεολογικά με την χούντα, θα σήμαινε την κατάρρευση της ταξικής κυριαρχίας και μια μετωπική σύγκρουση με τον εκκολαπτόμενο μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό μετά την εξέγερση του Νοέμβρη ’73. Αυτό ήταν ιστορικά απαράδεκτο για την έμφρονα άρχουσα τάξη , ο διαυγής Καραμανλής το εκτίμησε και χάραξε μια ριζικά άλλη ηγεμονική γραμμή όχι για χάρη της δημοκρατίας γενικά αλλά για χάρη της αστικής ταξικής κυριαρχίας και της ηγεμονικής της επιβολής. Βεβαίως, το δημοκρατικό άνοιγμα διευκόλυνε σημαντικά την πολιτική ταξική πάλη για την Αριστερά αλλά σε καμία περίπτωση δεν οδηγούσε αυτόματα στην αριστερή ηγεμονία στα πολιτικά πράγματα. Το αντίθετο συνέβη.
Το ζήτημα, πάλι, των κρατικοποιήσεων του Καραμανλή ( Ανδρεάδης, Εμπορική, ναυπηγεία, λεωφορεία) δεν σχετίζεται με την «σοσιαλμανία» του (όπως του καταλόγισαν άλλοι δεξιοί) αλλά με τις τότε ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία στα πλαίσια των τότε κυρίαρχων  κεϋνσιανών αντιλήψεων σε όλο τον κόσμο, αποδεχόταν τον εκτεταμένο κρατικό παρεμβατισμό χάριν των αδυναμιών της αγοράς αλλά και χάριν της ύπαρξης του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Έξω από αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η λογική του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, η οποία αποτυπώθηκε και στο άρθρο 106 Συντάγματος, είναι ακατανόητη.
Το ζήτημα της εξόδου από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ επιβεβαιώνει την αστική οξυδέρκεια του Καραμανλή αλλά επίσης φαντάζει ακατανόητο έξω από το κλίμα της μεταπολίτευσης και του μαχητικού αντιαμερικανισμού της που διαπερνούσε ως και τομείς της Δεξιάς. Επίσης, αντικατόπτρισε σημαντικές διαμάχες μεταξύ του αμερικανικού και του γαλλικού- ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου. Αλλά ας θυμηθούμε ότι, όταν κόπασε η οργή του λαού, ήταν ο Καραμανλής που μας επανέφερε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (φθινόπωρο 1980).
Η ηγεμονική μεγάλη επιτυχία του Καραμανλή, η διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής εικόνας που αντιπαρέθετε το «δημοκρατικό φάσμα» με την χούντα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία και στρατηγική υποχωρητικότητα της τότε ελληνικής Αριστεράς, η οποία και άνοιξε τελικά τον δρόμο στο διώνυμο Καραμανλής-Παπανδρέου . Η διπλά ηττημένη Αριστερά του μεταπολέμου (1949, 1967) είχε μια στρατηγική σταδιακής μετάβασης στον σοσιαλισμό με πρώτο στάδιο την σταθεροποίηση της αστικής δημοκρατίας, και μάλιστα ξεκομμένο από την όποια σοσιαλιστική προοπτική («Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή» της ΕΔΑ , «Νέα Δημοκρατία» του ΚΚΕ, δημοκρατικό στάδιο του ΚΚΕ Εσωτερικού, θέσεις σαν του Θεοδωράκη «Καραμανλής ή τανκς» κλπ). Στην πιο μετριοπαθή εκδοχή της, η μεταπολιτευτική Αριστερά πρόβαλε ως στρατηγική την Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα (ΕΑΔΕ του ΚΚΕ Εσωτερικού και «Στόχοι του Έθνους») , ένα είδος εθνικού μετώπου των «αντιδικτατορικών δυνάμεων» που αντιπαρατιθόταν στον διαρκή κίνδυνο της « φασιστικής εκτροπής». Το ΚΚΕ αλλά και το τότε ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ στα λόγια ζητούσαν μια πιο ριζοσπαστική και αντιδεξιά εκδοχή της δημοκρατίας αλλά στην πράξη δέχονταν (το ΠΑΣΟΚ κάπως λιγότερο στην αρχή ) ότι μια κινηματική ρήξη με τον Καραμανλή θα αποσταθεροποιούσε την δημοκρατία. Γι’ αυτό, άλλωστε, ιδίως τα δυο ΚΚ κατάγγελαν τις πιο μαχητικές συγκρούσεις της μεταπολίτευσης με την αστυνομία (π.χ. 23-7-1975, 25-5-1976 κ.α.) ως πιθανότατα υποκινούμενες από «γκοσσιστές» και «προβοκάτορες». Ο Καραμανλής δεν ηγεμόνευσε ως ο βαθειά δημοκράτης αλλά ως ο αυθεντικός ηγεμόνας μιας αυταρχικής αστικοδημοκρατικής νομιμότητας- η άποψή του για τα πράγματα ενσαρκωνόταν στο «πέρα από εμένα το χάος».
Η δημοκρατία του Καραμανλή και τα όριά της
Δεν είναι αλήθεια ότι ο Καραμανλής της μεταπολίτευσης κινήθηκε μόνο κατά μήκος της διαχωριστικής γραμμής «δημοκρατία- δικτατορία».Ανάλογα με τις συνθήκες, διαφοροποιούσε τις κόκκινες γραμμές του. Η λογική του για την αστική δημοκρατία ήταν γκωλλικού και ημιορλεανικού τύπου και με ψυχροπολεμικά χρώματα, δηλαδή μια αυταρχική κοινοβουλευτική Δεξιά στο κέντρο του πολιτικού φάσματος μαζί με άλλα κεντρώα αστικά κόμματα   και εκατέρωθεν του «κέντρου» δυο πολιτικά άκρα, η Ακροδεξιά και η κομμουνιστική Αριστερά. (αρχικά, εν μέρει και το ΠΑΣΟΚ). Όταν άρχισαν να εκδιπλώνονται οι κινηματικές πρακτικές του εργοστασιακού συνδικαλισμού και του φοιτητικού ριζοσπαστισμού, ο καραμανλισμός αντιτάχθηκε στο αμάλγαμα του «αριστεροχουντισμού», πολλά χρόνια πριν από την θεωρία των δυο άκρων των κ. Σαμαρά και Δένδια. Ο ψυχροπολεμικός «αριστεροχουντισμός» αποδόθηκε σε όλα τα μεγάλα μαζικά κινήματα της μεταπολίτευσης από τους μεγάλους εργατικούς αγώνες ως τις κινητοποιήσεις της νεολαίας (ξεκινώντας από δηλώσεις του Π.Παπαληγούρα το καλοκαίρι 1975 για τους «βερυκοκοπαραγωγούς της Κορινθίας» !!) . Όπου τα ΚΚ μιλούσαν για «προβοκάτορες», ο Καραμανλής μιλούσε για «αριστεροχουντικούς». Το όριο ήταν πάντοτε η αποδοχή ή μη της αυταρχικής κοινοβουλευτικής νομιμότητας και, βεβαίως, το ζήτημα της αυτοάμυνας και της κινηματικής (και όχι μειοψηφικής) αντιβίας. Το λεγόμενο και «δίλημμα της αύρας». Ο Καραμανλής πίστευε βαθύτατα σε μια πατερναλιστική και πειθαρχημένη δημοκρατία (όπως άλλωστε και οι Ντε Γκωλλ, Αντενάουερ, ντε Γκάσπερι κ.α.), όπου η Αριστερά θα πειθαρχούσε τους εργάτες και θα έβγαζε μονοσήμαντα λόγους στο κοινοβούλιο. Επίσης, δεν ήταν αντίθετος στην ύπαρξη μιας μικρής Ακροδεξιάς, όσο έμενε ένα ελεγχόμενο και περιθωριακό φόβητρο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ούτε του «στιγμιαίου» ούτε των βασανιστών της χούντας που «πέσαν στα μαλακά».
Το «πεζοδρόμιο» δεν άρεσε στον Καραμανλή. Ευφυώς από την θέση του, έχτισε τα ΜΑΤ και με την συνδρομή τους χτύπησε αμείλικτα τις εστίες του εργοστασιακού συνδικαλισμού ( στο Μαντούδι το 1976, στην Λάρκο την άνοιξη του 1977, στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής το 1977, στον Πίτσο τον Γενάρη του 1976 κ.α.). Καταστάσεις κατοχής και μίνι στρατιωτικού νόμου, όπως αυτές που βλέπουμε σήμερα στην Ιερισσό, ήταν συχνές στην δημοκρατία του Καραμανλή : στην Χαλκιδική, πάλι, το 1977 υπήρχε για βδομάδες απαγόρευση κυκλοφορίας και άπειρες συλλήψεις. Με τον νόμο 330 / 1976 νομιμοποιήθηκαν οι αντισυνδικαλιστικές απολύσεις και η ανταπεργία και μέχρι το 1981 ξεκληρίστηκε ο μαχητικός συνδικαλισμός με χιλιάδες απολύσεις. Ήταν η εποχή που ο υπουργός Εργασίας Κ.Λάσκαρης μιλούσε για το «τέλος της πάλης των τάξεων», 13 χρόνια πριν από τον Φουκουγιάμα. Αλλά και με τα νόμιμα  συνδικάτα δεν τα πήγαινε καλά. Παρά την μεταπολιτευτική τομή, οι Καρακίτσοι διαδέχτηκαν στην ηγεσία της ΓΣΕΕ τους Μακρή και Θεοδώρου του μετεμφυλίου και μείναν εκεί με σκανδαλώδεις διαδικασίες ως το 1982. Στον συνδικαλισμό ως το 1982 δεν είχε υπάρξει μεταπολίτευση, τα περισσότερα σωματεία ήταν διαγραμμένα από την ΓΣΕΕ και ο κατοπινός κυβερνητικός συνδικαλισμός του ΠΑΣΟΚ- που τόσο χτυπιέται σήμερα, και εν μέρει ορθά -.ήταν νηπιαγωγείο μπρος στο καθεστώς των Καρακίτσων και Λασκάρηδων. Αλλά και οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι επί Καραμανλή ξεκίνησαν (ν. 774/1978) στοχεύοντας περισσότερο σε «τρομοκράτες» του τύπου του Γιάννη Σερίφη παρά στην άφαντη «17 Νοέμβρη». Οι αύρες (τανκς της αστυνομίας) στους δρόμους συνδυάστηκαν με κατασταλτικά όργια όπως η 23-7-1975 (σύγκρουση με οικοδόμους στην Πειραιώς ), η 25-5-1976 ( σύγκρουση με διαδηλωτές της άκρας Αριστεράς για τον ν. 330/1976) ή η 16/ 11/1980 (δολοφονίες των Κουμή και Κανελλοπούλου). Υπάρχουν, όμως, και τα μεροκάματα. Έκτός από περιπτώσεις που δόθηκαν αυξήσεις με μεγάλες και διαρκείς επιχειρησιακές κινητοποιήσεις, το επίπεδο των μισθών και η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ δεν αυξήθηκε σημαντικά στην περίοδο 1974-1981- εξ ού και ο αρχικός ενθουσιασμός με την «Αλλαγή» του 1981. Ο Καραμανλής υπήρξε ένας οικονομικά δεξιός κεϋνσιανός με αρκετές δόσεις νεοφιλελευθερισμού προς το τέλος (όταν όρισε ως υπουργό Συντονισμού τον διευρυνσία Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1979 και άρχισε ο λόγος περί «λιτότητας»). Σε αυτό, η «αντιμισθολογική» πολιτική του του ’60 και εκείνη της περιόδου 1974-1981 είχαν συνέχεια μεταξύ τους.Το «οικονομικό θαύμα» του ’60 και του ’70 συνδέεται με αυτήν την συγκράτηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα.
Ως προς δε το Σύνταγμα του 1975 και τις υπαρκτές κατακτήσεις του αξίζει να ειπωθεί ότι συμπύκνωσε όχι τόσο τον αμφιλεγόμενο δημοκρατισμό του Καραμανλή όσο κυρίως τον εθνικό και διεθνή ταξικό συσχετισμό δύναμης, το κοινωνικό συμβόλαιο της εποχής (με τα λόγια του καθηγητή Αριστόβουλου Μάνεση). Ο Καραμανλής πάλι προσπάθησε να ενισχύσει τις προεδρικές «ορλεανικές» υπερεξουσίες στην αρχική μορφή του Συντάγματος αποβλέποντας σε έναν επόμενο δικό προεδρικό του ρόλο ως εγγυητή των αστικών θεσμών και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Τα ότι στα 1981-1985 δεν τις άσκησε σχετίζεται με το ότι δεν υπήρξε βασικός λόγος για να το κάνει, αφού ο Παπανδρέου είχε αποδείξει τουλάχιστον μετά το 1983 το κίβδηλο του «αντισυστημισμού» του .
Ο Καραμανλής και η Αριστερά
Ο μεταπολιτευτικός Καραμανλής άσκησε μια διακριτική γοητεία στην ηγεσία και στην διανόηση της μεταπολιτευτικής αλλά και της μεταμεταπολιτευτικής Αριστεράς. Μετά από δεκαετίες απηνών διώξεων, η Αριστερα «αποκαταστάθηκε» και έγινε συνομιλητής του συστήματος και του άξιου ηγέτη του. Αυτό δεν δείχνει μόνο το υπαρκτότατο χάρισμα του Καραμανλή αλλά συχνά και την έλξη τομέων της Αριστεράς προς το κέντρο του πολιτικού συστήματος, τις προγραμματικές και φαντασιακές τους ανεπάρκειες και ιστορικά όρια. Ο Λεωνίδας Κύρκος φανερά θαύμασε τον Μακεδόνα πολιτικό.O Mίκης Θεοδωράκης το εξέφρασε ανοιχτά. Ορισμένες φορές κατά την αντιπαράθεση του Καραμανλή με τον Φλωράκη στην Βουλή, διέκρινε κανείς και στον τελευταίο λανθάνουσες όψεις θαυμασμού και αναγνώρισης. Ενδεχομένως, η συγκυβέρνηση του 1989 αποτύπωνε περισσότερο από εκτίμηση στον Μητσοτάκη την εμπιστοσύνη στην παράταξη που ίδρυσε ο Καραμανλής. Επίσης, ας θυμηθούμε ότι στο   ζήτημα της πιθανής επανεκλογής του ως προέδρου το 1985 και της ρήξης ΠΑΣΟΚ-Καραμανλή, υπήρξε η πρωτοβουλία των 116 διανοουμένων της ανανεωτικής Αριστεράς που διαμαρτυρήθηκε για την απομάκρυνση του « εγγυητή της δημοκρατίας». Άλλωστε, θα ήταν και παράλογο να μην θαυμάσουν ορισμένοι αριστεροί κάποιον σαν τον Καραμανλή, όταν θαύμασαν άτομα πολύ υποδεέστερά του, όπως ο Σημίτης ή ακόμη και αυτός ο Μητσοτάκης.
Στο σήμερα, όμως, ποια σημασία έχουν όλα αυτά ; Η Αριστερά σήμερα, στα σταυροδρόμια που ανοίγονται μπροστά της μπορεί να αντλήσει δύναμη μόνο από την ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και από το ριζοσπαστικό της παρελθόν . Η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να αποκηρύξει τις δημοκρατικές κατακτήσεις και αλλαγές του 1974, όπως επιτελέσθηκαν με την πίεση των δικών της δυνάμεών βασικά αλλά και μορφοποιήθηκαν μέσα από την ευφυή αστική πολιτική του Καραμανλή και του Παπανδρέου. Ούτε παραγνωρίζει τις σημαντικές ηγεμονικές δεξιότητες του Καραμανλή, που, βεβαίως, δεν έχουν καμία σχέση με τις δεξιότητες του κ. Σαμαρά. Κάθε εποχή παράγει τους ηγέτες που της αντιστοιχούν, άλλους η κλασσική αστική δημοκρατά και άλλους η ολοκληρωτική μεταδημοκρατία του νεοφιλελευθερισμού.   Αλλά δεν έχει και ανάγκη να μιλήσει ως κοινωνική και ιδεολογική συνέχεια του Βενιζέλου, του Καραμανλή ή του Παπανδρέου. Στο ερώτημα, άλλωστε, αν ο μεταπολιτευτικός Καραμανλής ήταν ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στην δημοκρατία, έχουμε απαντήσει : όχι στην δημοκρατία, όπως την αντιλαμβανόμαστε και την ορίζουμε εμείς. Αλλά και ριζοσπάστης με την κλασσική έννοια του όρου δεν ήταν, πίστευε στην πειθαρχημένη δημοκρατία, στις κομματικές αγέλες, στα μη δημοκρατικά συντεταγμένα και αρχηγικά κόμματα. Αυτά τα στοιχεία δεν συμβαδίζουν όχι μόνο με την ριζοσπαστική Αριστερά αλλά και με τις μεγάλες στιγμές του ίδιου του αστικού ριζοσπαστισμού.  Δεν έχουμε λοιπόν να συνεχίσουμε ή να διασώσουμε κάτι σημαντικό από την όντως μεγάλη κληρονομιά του Καραμανλή απέναντι στην μνημονιακή λαίλαπα. Η κληρονομιά ανήκει σε άλλους και η αγιογραφία σε πολιτικούς και δημοσιολόγους όπως ο Λαμπρίας και ο Ζενεβουά. Έχουμε τις δικές μας παραδόσεις, τους δικούς μας αγώνες (το ΕΑΜ, τον Εμφύλιο, το Πολυτεχνείο, την Μεταπολίτευση), το δικό μας αξιακό, ιδεολογικό και συγκινησιακό φορτίο, το φορτίο αυτών που δεν τα βρήκαν με τον Καραμανλή ούτε της «χρυσής οκταετίας» ούτε της μεταπολίτευσης αλλά «δυσκόλεψαν» το απαράμιλλο έργο του και συγκρούστηκαν με αυτό, συχνά με μεγάλο ανθρώπινο κόστος. Αυτό μας αρκεί αλλά και μας αντιστοιχεί.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου