Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

ΠΟΛΥ ΒΟΥΤΥΡΟ ΣΤΟ ΤΟΜΑΡΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ


Της ΟΛΓΑΣ ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΤΟΥ


ΕΙΚΟΝΑ 1η: Θεσσαλονίκη, 19 Μαϊου 1963, η επίσημη επίσκεψη του Ντε Γκωλ. Τρεις μέρες πριν δολοφονηθεί ο Γρηγόρης Λαμπράκης.

Το παρακράτος κάνει πρόβα τζενεράλε. 3000 χαφιέδες των ασφαλίτικων οργανώσεων αναλαμβάνει την ασφάλεια της επίσκεψης.
Στο φόντο η «ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΡΟΒΙΑ» ΚΑΙ Η «GLADIO»
Εν τω μεταξύ η πόλη φιλοξενεί τον Καζαντζίδη. Ο τροβαδούρος της φτωχολογιάς, παρουσιάζεται σε πολυτελές εξοχικό κέντρο διασκέδασης της παραλίας.
«…Η φωνή του Καζαντζίδη βαριά, σπηλαιώδικη, παραπονετική, περνάει ως τη βάρκα κομματιασμένη απ’ το αεράκι.
Ο   Νευρικός έχει παγώσει και κοιτάζει βουβός, θαυμάζοντας αυτήν την εικόνα του νυχτερινού μαγαζιού απέξω, μέσα απ’ τη θάλασσα – ακούει αποσπασματικές ομιλίες, θρύμματα από πενιές και μουσικές…: Δυό πόρτες έχει η ζωή…». Οι μυρωδιές, οι ευωδίες των ψητών ξανάρχονται και φεύγουν – ο Νευρικός βλέπει με κάποιο φθόνο τους καλοντυμένους πελάτες της ταβέρνας που τρώνε πίνουνε και γλεντάνε και μουρμουρίζει:
-Ρε Λέων, τι γίνεται; Αυτοί που έχουνε τα φράγκα και γλεντάνε είναι αριστεροί και συνοδοιπόροι, κι εμείς που δεν έχουμε μία είμαστε απ’ την άλλη μεριά!..
…Ο Δοβρόμηρος μονολογεί:
-Μάλλον θα’χουμε ιστορίες. Το πράγμα βρωμάει από παντού…Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου.»
(Γιώργος Σκαπαρδώνης,Κέδρος 2006)

EIKONA 2η: ΚΙΕΒΟ του Σέρχιο Μπλάνκο (θεατρική περίοδος 2012-2013: Θέατρο επί Κολωνώ) 

 Στο Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ, παρακολουθήσαμε την «ευγενή» ήττα του κόσμου της αριστοκρατίας από το δυναμισμό της νέας ανερχόμενης αστικής τάξης. Ενας δουλευταράς αλλά αγράμματος αστός, τον αγοράζει και φτιάχνει στη θέση του εξοχικές κατοικίες, καταστρέφοντας το φυσικό κάλλος του τοπίου, προσδίδοντας υπεραξία στη γη .
Τι συμβαίνει έναν αιώνα μετά; Στο «Κίεβο», σ’ αυτό το αλληγορικό έργο που εμφανίζεται ως η συνέχεια του «Βυσσινόκηπου», μια οικογένεια αστών, κληρονόμοι ενός από τα εξοχικά, επιστρέφει σ’ έναν κατεστραμμένο οικολογικά χώρο για να πουλήσει ξανά. Πλέον το σπίτι θα μετατραπεί σε μέρος του πάρκινγκ ενός εμπορικού κέντρου, που θα το μεταμορφώσει σε έναν διακοσμητικό, πλαστικό βυσσινόκηπο.
Οι σημερινοί απόγονοι της δυναμικής αστικής τάξης του προηγούμενου αιώνα, δεν είναι απλώς βουτηγμένοι σε σκοτεινά αιματοβαμμένα μυστικά, βασανιστές οι ίδιοι και δολοφόνοι, μέλη αυταρχικών καθεστώτων, ή ηθικοί αυτουργοί. Ακρωτηριάζουν ή ναρκώνουν τα ίδια τα παιδιά τους για να μην τους κρίνουν. Εχουν ήδη δηλαδή ευνουχίσει ,μάλλον εξουδετερώσει το μέλλον ακόμα και το δικό τους.
Τη ζοφερή εικόνα του παρόντος έρχεται να συμπληρώσει ο θάνατος μιας ολόκληρης πόλης του «Κιέβου» για άγνωστους λόγους. Ξύπνησε και είχε πεθάνει.
Ο Μπλάνκο επηρεασμένος από τον λατινοαμερικάνικο «μαγικό ρεαλισμό» αλλά και την αιματοβαμμένη από δικτατορίες ιστορία της Λατινικής Αμερικής, φτιάχνει μια αλληγορία γεμάτη συμβολισμούς. Υπερδραματοποιημένη εκδοχή της ολοκληρωτικής παγκόσμιας κρίσης και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, μέσω μιας υπερδραματικής οικογενειακής, αστικής ιστορίας.
Οι απόλυτα κλειστοί ορίζοντες του έργου (η τάξη που ηγεμονεύει τον κόσμο είναι μόνο φονική και καμία άλλη δεν εισέρχεται στον ιστορικό χρόνο για να την αντικαταστήσει) προκαλούν δυσφορία.

ΕΙΚΟΝΑ 3η - Φλεβάρης 2013

Οι φωτογραφίες των τριών κακοποιημένων εικοσάρηδων που συνελήφθησαν για τη ληστεία της Βελβενδούς και που η αντιτρομοκρατική τους συνέδεσε με τους «Πυρήνες της φωτιάς» , κάνει το γύρο του κόσμου. Η Ελλάδα του Μνημονιακού 2013 και της τρικομματικής κυβέρνησης, πάνω στα ερείπια του όποιου κοινωνικού κράτους, σημαδεύεται ως χώρα του ρατσισμού, της αστυνομικής βίας και των βασανισμών.
Τα παιδιά ανήκουν στην περιώνυμη μεσαία αστική τάξη, την upper class , τα παιδιά των Βορείων Προαστίων. Τι δουλειά έχουν με την τρομοκρατία; Αυτά δεν τα αγγίζει η οικονομική κρίση. Μπορούν οι γονείς τους να τα σπουδάσουν, μπορούν να φύγουν στο εξωτερικό όποτε θέλουν. Γιατί; Αναρωτιούνται οι συστημικοί δημοσιογράφοι.
Προσπερνούν όπως, όπως ότι ο ένας ήταν ο μάρτυρας της δολοφονίας του 15χρονου τότε Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Ο Δεκέμβρης του 2008, θα στοιχειώνει για πολύ την αστική τάξη της χώρας, όσο κάνει ότι δεν καταλαβαίνει.
Ακόμα χειρότερα: Η αστική τάξη τρώει τα ίδια της τα παιδιά, προκειμένου να καλύψει τη διαφθορά και την αντικοινωνικότητά της.
Δεν ανέχεται την αυθάδειά τους, ούτε την αυτοπεποίθησή τους όταν αποφασίσουν να σταθούν απέναντί της με τους ίδιους όρους που τα διαπαιδαγώγησε. Είναι τόσο τυφλή που ρισκάρει την αναπαραγωγή του φαινομένου από τα σπλάχνα της, παρά να βάλει «το χέρι στην τσέπη» .

***

Οι τρεις εικόνες που αναδύθηκαν και συσχετίστηκαν κάπως περίεργα μέσα μου, νοηματοδοτούνται από τη συγκυρία, θέτοντας κάποια οδυνηρά ζητήματα προς ανίχνευση.
Πρώτον: το φασιστικό φαινόμενο κυρίως μεταξύ των νέων των πληβειακών τάξεων, σχετίζεται εκτός των άλλων και από την μακρόχρονη εγκατάλειψη αυτών των στρωμάτων από την κομμουνιστική και άλλη αριστερά. Το προνομιακό πεδίο δράσης της , κυρίως στα ενταγμένα στην εργασία, άρα κοινωνικοποιημένα στρώματα και επομένως η υπεράσπιση των δικαιωμάτων μόνο των «εντός συστήματος», την εμφανίζει ως «ξένη» στα παραπάνω περιθωριοποιημένα άτομα. Είναι αλήθεια πως από τη διαπίστωση του Μαρξ ότι το λούμπεν προλεταριάτο «αποτελεί βαρίδι στα πόδια της εργατικής τάξης» μέχρι την εγκατάλειψή του στα χέρια της εκκλησίας και των προνοιακών δομών της, των παραγόντων του ποδοσφαίρου, της μαφίας της νύχτας, της ασφάλειας και των δεξιών βουλευτών, η απόσταση είναι τόσο μεγάλη, όσο αντίστοιχα μικρός είναι ο δρόμος μέχρι τα γραφεία της Χρυσής Αυγής .
Δεύτερον: Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ήταν φανερό τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πως η ακατέργαστη οργή των νέων των φτωχών δυτικών συνοικιών και η αντίστοιχη παραβατικότητά τους, εκφραζόταν μέσα από τον χουλιγκανισμό. Από τα γραφεία των περισσοτέρων Αθλητικών Συνδέσμων έως τα γραφεία της Χρυσής Αυγής και πάλι είναι «ένα τσιγάρο δρόμος».
Αντίστοιχα, η οργή των «παιδιών της περίφημης μεσαίας τάξης», τουλάχιστον ενός ριζοσπαστικού κομματιού της που φλέρταρε με την συνολική αμφισβήτηση του αστικού προτύπου των γεννητόρων, των μορφωμένων και ενταγμένων στο αστικό σύστημα και οικονομικά, εκφραζόταν μέσα από την ένταξη ή συμπόρευση ή ανοχή ή γοητεία, του «χώρου που εφάπτεται ή επικοινωνεί ή συντάσσεται με την πολιτική τρομοκρατία». Το φαινόμενο είναι διαχρονικό και καλύπτει ευρύτερα τον ευρωπαϊκό χώρο, ήδη από τα «μολυβένια χρόνια».
Μόνο που τώρα πια βρισκόμαστε μακριά από τη δεκαετία του ’70 και η αστική τάξη μέσα στην απόλυτη κρίση της, νοιώθει ότι δεν έχει περιθώριο να «ζαχαρώνει» τα τέκνα της, κυρίως όταν αυτά, γνωρίζοντάς την καλύτερα από όλους μας, απειλούν να της βάλουν φωτιά.
Συμπέρασμα: αυτά τα παράπλευρα στοιχεία της κρίσης, αποτελούν τρόπο τινά, τις παράπλευρες απώλειες του κοινωνικού πολέμου που διεξάγει στις μέρες μας, το κεφάλαιο κατά της εργασίας. Θύματα θα βρίσκονται πιθανόν και από τις δύο πλευρές.
Υπό αυτήν την έννοια, παίρνει και πάλι νόημα η ιστορική διατύπωση ήδη από το 1848, του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι μεν η ιστορία της πάλης των τάξεων, αλλά όπως προειδοποιούσαν ταυτόχρονα, αυτή η πάλη δεν είχε πάντα αίσιο τέλος. Πρόκειται, έλεγαν, για έναν αδιάκοπο αγώνα που «τέλειωνε κάθε φορά είτε με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας, είτε με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν».
Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου