Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Η λαϊκή ένοπλη πάλη έδωσε ώθηση στη πνευματική δραστηριότητα


Στις 7 Δεκεμβρίου του 1945 κυκλοφορεί το διπλό τεύχος του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα, αφιερωμένο στην εξέγερση του Δεκέμβρη της προηγούμενης χρονιάς. Στην πρώτη σελίδα η φωτογραφία των κοριτσιών που διαδηλώνουν στις 4 Δεκέμβρη μαζί με χιλιάδες λαού μπροστά από το κτίριο της Βουλής στέλνει ξεκάθαρο το μήνυμα: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».   


ριτσοςΚάτω από τον τίτλο παρελαύνουν ονόματα αξιόλογων λογοτεχνών και πνευματικών ανθρώπων που με τα κείμενά τους αποτίουν φόρο τιμής στους λαϊκούς αγώνες: Ασημάκης Πανσέληνος, Μάρκος Αυγέρης, Μενέλαος Λουντέμης, Λευτέρης Νεγρεπόντης, Μέλπω Αξιώτη, Ρίτα Μπούμη – Παπά και άλλοι ακόμα. Ολοι άνθρωποι με αγωνιστικό φρόνημα, είτε μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος είτε συνοδοιπόροι στους αγώνες μαζί του, που βρέθηκαν χωρίς δισταγμό στο μετερίζι κάθε πολεμικής, πνευματικής ή ιδεολογικής αναμέτρησης με τους δυνάστες του λαού.
Το περιοδικό κυκλοφορεί για πρώτη φορά το Μάη του 1945 με την ονομασία Ελεύθερα Γράμματα – περιοδικό της ζωντανής σκέψηςκαι με πρωτοσέλιδο το άρθρο του διευθυντή Δημήτρη Φωτιάδη, με διακηρυκτικό χαρακτήρα, που δηλώνει τους στόχους και τη θέση του περιοδικού. Πρόκειται για ένα έντυπο με φιλολογικό χαρακτήρα που προβάλλει έντονα προβληματισμούς γύρω από την κρίσιμη πολιτική κατάσταση, τις επιπτώσεις της στα πνευματικά δρώμενα της χώρας και το ρόλο των λογοτεχνών, γενικότερα των ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών. Προβληματισμοί που είχαν τεθεί, άλλωστε, ήδη από το μεσοπόλεμο, κατά την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και την οργάνωση του αντιφασιστικού αγώνα. Το περιοδικό έχει σαν προσανατολισμό την ανάκαμψη της πνευματικής ζωής του τόπου, ανασυγκροτώντας την ομάδα συνεργατών που στήριζε το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα στα χρόνια της Κατοχής, περιοδικό που περιστρεφόταν κυρίως γύρω από την ιδέα της εθνικής ακεραιότητας. Στον κύκλο των Ελεύθερων Γραμμάτων,όμως, συναντάμε ανθρώπους που πολιτικά και ιδεολογικά κινούνταν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και που στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης ανταποκρίθηκαν μαζί με τις χιλιάδες λαού στο κάλεσμα του ΕΑΜ.



αυγερηςΓια το λόγο αυτό, άλλωστε, φαίνεται να επιχειρεί να πιάσει το νήμα της συζήτησης περί τέχνης από εκεί που το άφησαν οι Νέοι Πρωτοπόροι(περιοδικό του οποίου η διεύθυνση αποτελούνταν από στελέχη του ΚΚΕ). Το αφιέρωμα στον Γληνό τον Ιανουάριο του 1947, ο οποίος είχε παρευρεθεί το 1934 στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στην ΕΣΣΔ, είναι ενδεικτικό της στάσης που κρατάει το περιοδικό. Το χαρακτήρα, το περιεχόμενο αλλά και τη στάση που κρατάνε τα Ελεύθερα Γράμματα στα τρέχοντα πνευματικά, πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα στην Ελλάδα αλλά και Διεθνώς, τα καθορίζουν σημαντικά και οι σταθερές στήλες του: η εκπαιδευτική σελίδα (συνήθως με άρθρα της Ρόζας Ιμβριώτη), η πνευματική Ελλάδα μπροστά στο δράμα της Κατοχής, ξένη πνευματική κίνηση, πνευματική ζωή. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, είναι και το άρθρο του καθηγητή του ΑΠΘ και συνοδοιπόρου του Δ. Γληνού στους αγώνες του για την Παιδεία και τη Γλώσσα, Χ. Θεοδωρίδη, που δημοσιεύεται σε μια από τις πρώτες σελίδες του πρώτου τεύχους με τίτλο «Πάνω στην προοδευτική γραμμή».
Η αλήθεια είναι ότι οι αναφορές στα σύγχρονα με την έκδοση του περιοδικού γεγονότα είναι συνήθως περιορισμένες και πολύ προσεκτικές, αν εξαιρέσουμε το διπλό αφιέρωμα του ’45 στα Δεκεμβριανά. Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι κάτι πρωτοφανές για την Ευρώπη, πόσο μάλλον για την ίδια τη χώρα. Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφτηκαν μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων κάθε άλλο παρά ειρήνη και απελευθέρωση σήμαιναν για τον ελληνικό λαό.

Για τους Ελληνες προοδευτικούς λογοτέχνες και διανοούμενους, το να καταπιαστούν με την ιστορική πραγματικότητα, ιδίως σε μια περίοδο που οι τάξεις των εκμεταλλευομένων και το ΚΚΕ βρίσκονταν στο προσκήνιο της Ιστορίας, ήταν μείζονος σημασίας. Είναι προφανές ότι αυτό ισχύει για τους συγγραφείς που δημοσιεύουν κείμενά τους σταΕλεύθερα Γράμματα, αλλά και σε άλλα περιοδικά που κινούνται στο χώρο της Αριστεράς, όπως για παράδειγμα η Νέα Ζωή.Και τα δύο περιοδικά αφιερώνουν σημαντικό χώρο από τα τεύχη του ’45 και ’46 για να αναφερθούν στη λογοτεχνία που προέκυψε από τη μάχη του Δεκέμβρη, στη λογοτεχνία που γεννήθηκε κυριολεκτικά στα οδοφράγματα και μέσα από τις στάχτες της Αθήνας. Αν και ο μεγαλύτερος όγκος πεζών και ποιητικών κειμένων με θέμα το Δεκέμβρη του ’44 απαντάται στα επετειακά φύλλα, τα πρώτα δείγματα εμφανίζονται ήδη από το Μάιο του ’45 στο περιοδικό Νέα Ζωή, το οποίο δημοσιεύει το ποίημα του Γάλλου κομμουνιστή ποιητή Paul Eluard «Αθήνα», γραμμένο κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα, στις 9 Δεκεμβρίου του ’44. Το ποίημα του Eluard, μεταφρασμένο στα ελληνικά και προσαρμοσμένο «σε δημώδη νεοελληνικό δεκαπεντασύλλαβο» από τον Πέτρο Πικρό, αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα για το πώς λειτουργεί η ποίηση, όταν πραγματεύεται τόσο μεγάλα ζητήματα, τόσο σκληρές μα ταυτόχρονα τόσο φωτεινές στιγμές της ιστορίας των ανθρώπων.


πιεριδηςΟ Γάλλος ποιητής μπήκε στο στίβο τηςλογοτεχνίας ως θιασώτης του υπερρεαλισμού, ακολουθώντας το μανιφέστο του Breton. Οι καταβολές του αυτές τού επέτρεψαν να ασκήσει την τέχνη του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να μιλάει με τις πιο κοινότοπες και καθημερινές λέξεις, δίνοντάς τους όμως άλλη βαρύτητα, άλλο φως μέσα στο σώμα του ποιήματος, ώστε την ίδια στιγμή να κεντρίζουν το πνεύμα αλλά να μην αποξενώνουν τον αναγνώστη. Η επίσκεψή του στην Ισπανία του ’36 έγινε το πρώτο βήμα, για να δώσει πιο ουσιαστική κατεύθυνση στη γραφή του. Ο ίδιος δηλώνει πως «ήρθε ο καιρός όπου όλοι οι ποιητές έχουν το δικαίωμα και το χρέος, να διακηρύξουν ότι είναι βαθιά ριζωμένοι μες στη ζωή των άλλων ανθρώπων. Μες στην κοινή ζωή των ανθρώπων». Αν και οι θεματικές ενότητες που απασχολούν τον ποιητή παρέμειναν οι ίδιες – ο έρωτας, ο θάνατος, η ζωή, όπως τιτλοφορείται και ένα από τα ποιήματά του – το έργο του μετά την Απελευθέρωση αποκτά άλλο βάθος, καθώς το συγκινησιακό φορτίο της εμπειρίας αυτής προσφέρει τη δυνατότητα να αποκτήσουν τα ίδια αυτά θέματα άλλη προοπτική, πιο γνήσια, πιο ανθρώπινη από ποτέ. Και μιας και το θέμα της σημερινής συζήτησης αφορά την ιστορική αλήθεια, έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι η ποιητική συλλογή που κυκλοφορεί ο Eluard μέσα στον πόλεμο, το ’42, τιτλοφορείται «Ποίηση και Αλήθεια». Ο ποιητής αφιερώνεται επίμονα και αποτελεσματικά στην αναζήτηση της πρακτικής αλήθειας, ιδίως στα τελευταία του έργα: Η «Αδιάκοπη ποίηση» του ’46 γράφεται κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του και υποδηλώνει ακριβώς τη συνέχεια, την ενότητα χώρου και χρόνου στις χώρες που έχουν βγει από την ίδια θύελλα, του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο τίτλος της συλλογής του ’48 μιλάει από μόνος του – Ο καιρός ξεχειλίζει -, ενώ φυσικό επακόλουθο είναι βέβαια η συλλογή «Πολιτικά ποιήματα» που περιλαμβάνει και το ποίημα «Αθήνα». Το ποίημα αυτό το ντύνει με τις πιο απλές και την ίδια στιγμή τις πιο μεστές λέξεις, λέξεις που φέρουν μαζί τους όλη την ιστορία της δημιουργίας του ανθρώπινου μεγαλείου: λαός, δικαιοσύνη, λευτεριά, έρωτας, ψωμί. Στον τρόπο που δένονται όλες μαζί, εκεί μέσα κρύβεται και η πεμπτουσία της πάλης του ανθρώπου για το αύριο.

αραγκονΗ πνευματική αλλά και έμπρακτη συμμετοχή του Eluard στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο είναι απλά ένα δείγμα της αλληλεγγύης ολόκληρου το Γαλλικού Λαού απέναντι στον αγώνα των Ελλήνων. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο αφιέρωμα των Ελεύθερων Γραμμάτωνστο Δεκέμβρη στο τεύχος του ’46 δημοσιεύεται μήνυμα συμπαράστασης εκ μέρους γαλλικών σωματείων προς καθηγητές πανεπιστημίου και διανοούμενους στην Ελλάδα που διώκονταν για τη δράση τους. Σημαντικό είναι να τονίσουμε ότι η μετάφραση του ποιήματος «Αθήνα» το ’45 στη Νέα Ζωή από τον Πικρό, με την επιλογή του δεκαπεντασύλλαβου προφανώς επιχειρεί να φέρει το ποίημα πιο κοντά στο χαρακτήρα του ελληνικού λαού, παραπέμποντας στη λαϊκή παράδοση. Αλλωστε, υπήρχε μια δημοτικιστική φιλολογία, ήδη από το μεσοπόλεμο, που συνέδεε το αίτημα για γενική μόρφωση στη γλώσσα του λαού και την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος με την πνευματική αναγέννησή του και τους αγώνες του 1821.

Η Μέλπω Αξιώτη, μαχητική αγωνίστρια του πνεύματος αλλά και της δράσης στα χρόνια της εθνικής αντίστασης, μέλος του ΚΚΕ από το 1936 και μέχρι το τέλος της ζωής της, είναι από τους λογοτέχνες που με το έργο τους παίρνουν άμεσα θέση σε σχέση με τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Αλλωστε, καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, πέρα από τους κύκλους της Αριστεράς, σχετιζόταν και με διανοούμενους όπως ο Σεφέρης, ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς κ.ά. το γεγονός αυτό πιθανόν ενίσχυσε και τους προβληματισμούς της γύρω από τον κοινωνικό ρόλο του λογοτέχνη και της τέχνης, οι οποίοι εκφράστηκαν πιο συγκροτημένα στα κείμενα που εκφώνησε ή δημοσίευσε κατά την παραμονή της ως αυτοεξόριστη στο Παρίσι. Στο Παρίσι, η Αξιώτη σχετίζεται με τον κύκλο των κομμουνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων οι Eluard και Aragon, με αποτέλεσμα οι απόψεις της πάνω στα ζητήματα της τέχνης να διασταυρώνονται με την πείρα που είχαν αποκομίσει οι ίδιοι από τα ρεύματα και τις τάσεις στη γαλλική λογοτεχνία κατά την περίοδο αυτή. Τα κριτικά και θεωρητικά κείμενα της Αξιώτη μοιάζουν να είναι η φυσική συνέχεια των χρονικών και των διηγημάτων που δημοσίευσε στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, και έχουν μια ξεχωριστή σημασία γι’ αυτό ως η ραχοκοκαλιά, πάνω στην οποία στήθηκε ο λόγος της για τα Δεκεμβριανά.

γυναικεςΔύο από τα έργα της θα μας απασχολήσουν κυρίως: Ενα άρθρο σε γαλλικό περιοδικό με τίτλο «Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ» και η μελέτη της με τίτλο «Μια καταγραφή στην περιοχή τηςλογοτεχνίας», που κυκλοφορεί από τη Νέα Ελλάδα το ’53. Πρόκειται για κείμενα, όπου ουσιαστικά επεξεργάζεται – σε σχέση με τη σύγχρονή της ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα – τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις για την τέχνη και τη λογοτεχνίαστην ΕΣΣΔ, όπως διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν μετά το Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων του 1934 και το πρόταγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η Αξιώτη χρησιμοποιεί ως αφορμή την περίπτωση του Μπαλζάκ και του γαλλικού ρεαλισμού γενικότερα, για να περιγράψει τους δρόμους μέσα από τους οποίους οι Ελληνες προοδευτικοί λογοτέχνες αξιοποίησαν το ρεαλισμό και τον προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα. Τους το είχαν επιβάλει οι συνθήκες, καθώς το να μιλήσουν για τη γύρω τους πραγματικότητα σήμαινε να μιλήσουν για το ανυπέρβλητο ψυχικό μεγαλείο όσων μάχονταν ακατάπαυστα, για 8, 10, 20, 100 χρόνια – ανάλογα με το πότε ξεκινάει κανείς να μετράει. Ρεαλισμός στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου σημαίνει να καταδεικνύει το λογοτεχνικό έργο πώς οι λαοί γράφουν καθημερινά με τους αγώνες τους για τη ζωή τις σελίδες της ιστορίας της Ανθρωπότητας.
Η Αξιώτη παραθέτει στη μελέτη της την τοποθέτηση του Μαλένκωφ στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ σχετικά με την καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία για να μπορεί να είναι σε επαφή με την εποχή και τους ανθρώπους της θα πρέπει να αναπαράγει τους κοινωνικούς της τύπους. Η Αξιώτη αναζητά τους τύπους αυτούς ανάμεσα στους χιλιάδες αντάρτες και μαχητές του ΔΣΕ, ανάμεσα στους διακόσιους της Καισαριανής, σε αγωνιστές επώνυμους και ανώνυμους, σ’ ολόκληρο τον ελληνικό λαό. «Δεν έχουμε τάχα κι εμείς οι Ελληνες τη βάση από όπου μπορούμε να βγάλουμε τους τύπους μας, τους καινούργιους ήρωες που απαιτεί η λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού; Δεν έχουμε τάχα κι εμείς τον ελληνικό χαρακτήρα που να τον βρούμε γύρω μας να τον προβάλουμε και να τον φωτίσουμε με το φως το αληθινό, που θα τον αναδείξει σ’ ολόκληρο το μεγαλείο του πριν απ’ όλα εθνικό και ακριβώς γι’ αυτό και πανανθρώπινο;», καταλήγει.
«Ενα στροβίλισμα φωτιάς»
 
ροζαΠοιος πρέπει να είναι ο ρόλος του λογοτέχνη, του πνευματικού ανθρώπου και του έργου, είναι ξεκάθαρο για την Αξιώτη και αποκρυσταλλώνεται και στο έργο της τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Πιστεύει ότι όσοι ξένοι στρατοί κι αν εισβάλουν «η Αθήνα δεν απομονώνεται με κανένα μολυβένιο συρματόπλεγμα, γιατί συρματοπλέγματα για τις ψυχές και τα μυαλά δεν υπάρχουν». Καταλαβαίνουμε πόση εμπιστοσύνη δείχνει στην ικανότητα της τέχνης που στρατεύεται στο πλάι των λαϊκών αγωνιστών να προσφέρει ηθικά και ιδεολογικά ερείσματα στην καθημερινή πάλη. Κάτι που το επισημαίνει και στο χρονικό της «Αθήνα 1941-1945», όπου εξυμνεί τη διπλή μάχη που έδιναν οι φοιτητές του Λόχου «Λόρδος Βύρων», μέσα στο Πανεπιστήμιο με τα βιβλία τους και έξω στους δρόμους της Αθήνας με τα όπλα. Η στράτευση της τέχνης στην πολιτική, όταν δηλαδή η πολιτική μπαίνει μέσα σε καλλιτεχνικά πλαίσια, είναι για την Αξιώτη ο καλύτερος τρόπος για να προχωρεί το μήνυμά της «από το ακουστικό τύμπανο του αναγνώστη μέσα στην ψυχή του». Από τη θέση αυτή και η ίδια προχωράει στη συγγραφή των χρονικών και των διηγημάτων της. Το βίωμα, στην πολιτική, ιδεολογική και ανθρώπινη υπόστασή του, γίνεται λόγος, γίνεται αφήγηση, γίνεται συναίσθημα και κατάθεση ψυχής, καθώς προσπαθεί να προσπεράσει τη μυθοπλασία και να αγγίξει στο μέγιστο βαθμό την αλήθεια, ακολουθώντας βήμα προς βήμα την πορεία των χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων ηρώων της. Είναι και η ίδια κομμάτι αυτού του πλήθους των ηρώων – μιλάει στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.
Την περίοδο εκείνη, της σύγχυσης και της ανασφάλειας, οι συζητήσεις γεννούσαν ερωτήματα, ερωτήματα που πονούσαν και μπορεί μέχρι και σήμερα να πονάνε. Η Αξιώτη, στο κείμενό της «Απάντηση σε πέντε ερωτήματα» του 1945, εντοπίζει αυτά τα ερωτήματα και δίνει τις απαντήσεις με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο, εξιστορώντας τους λαϊκούς αγώνες από τη δικτατορία της 4ηςΑυγούστου μέχρι και το Δεκέμβρη του ’44. Η πρώτη απάντηση, λοιπόν, έρχεται αυτόματα στο ερώτημα «Πολεμήσαμε ναι ή όχι ενάντια στο φασισμό;» αφού παρουσιάζει έναν κοινό αγώνα απέναντι σε έναν κοινό εχθρό, τον ιμπεριαλισμό, είτε επρόκειτο για τη μιλιταριστική, φασιστική του έκφραση, είτε επρόκειτο για τη φιλελεύθερη αγγλοσαξονική (σ.: 113 – «Χύθηκαν στην πλατεία…1945», «Σώσον κύριε..»). Το ερώτημα «Τι προηγήθηκε από τα γεγονότα του Δεκέμβρη;» αποσκοπεί από μόνο του να υποδείξει ότι τα Δεκεμβριανά ήταν απλά η κορύφωση της σύγκρουσης ανάμεσα στο λαό και τους κάθε μορφής καταπιεστές του που άλλαξαν πολλές μορφές μέσα στα χρόνια. Και προς απάντηση του κ. Τσώρτσιλ που έβλεπε να κυριεύουν την Αθήνα άναρχα πλήθη ληστών και τρομοκρατών, η εικόνα από τα συλλαλητήρια που έσφυζαν από γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους – αυτές ήταν «οι στρατιές των κουκουέδων» – γίνεται σαφές ποια ήταν η χρησιμότητα των τανκς (σ.: 107, 114). Και το πιο επώδυνο απ’ όλα τα ερωτήματα: «οι κουκουέδες εμπατίρησαν;». Πώς χειρίζεται μια κομμουνίστρια συγγραφέας τα κραυγαλέα αυτά ερωτήματα μπροστά στη στρατιωτική ήττα του ΕΑΜ; Το αδιέξοδο του εμφύλιου σπαραγμού είναι πληγή (σ.: 118). Μα το μήνυμα γίνεται ξεκάθαρο για όσους αντιλαμβάνονται ποιος πραγματικά ήταν ο εχθρός και η Αξιώτη κλείνει μ’ αυτό: «Ο 8χρονος αγώνας δεν πήγε χαμένος. Κάτι κιόλας γκρεμίστηκε από το φοβερό παρελθόν. Ας είμαστε πανέτοιμοι για το ξαναχτίσιμο».

Σάρκα από τις σάρκες του λαού
βαρναληςΙστορικό κυρίως χαρακτήρα έχει και το κείμενο του Νικηφόρου Βρεττάκου με τίτλο «33 ημέρες» που δημοσιεύτηκε το 1945 σε συνέχειες στην εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, όργανο του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του ΕΑΜ. Πρόκειται για ένα ιστορικό αφήγημα που δίνει με λεπτομέρειες την εξέλιξη των γεγονότων, καθώς και το πολιτικό παρασκήνιο από την Απελευθέρωση μέχρι και τα Δεκεμβριανά. Στην κριτική του στα Ελεύθερα Γράμματα, ο Ασημάκης Πανσέληνος το ονομάζει «αισθητικό χρονικό». Ο λόγος του ορμητικός και γλαφυρός μαζί, επιθετικός κάποιες φορές, γεμάτος οργή για την αδικία. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια με τα οποία ξεκινάει: «Ενας πελώριος τάφος, μια κροκοδείλια πτωματολογία είναι για την ενσυνείδητη αντίδραση ο Δεκέμβριος. Η μοναδική ενσάρκωση του κακού. Ο Βελζεβούλ πάνω από την πρωτεύουσα και τον Πειραιά!». Και παρακάτω συνεχίζει: «…εκείνο που έγινε το Δεκέμβριο ήτανε μια ελεεινή σκευωρία των δυνάμεων της φασιστικής και δοσιλογικής Ελλάδας, που μαζί με τα όπλα του Τσώρτσιλ επιζητούσε να αποκεφαλίσουνε την Ελλάδα της ηρωικής Αντίστασης. Να της αφαιρέσουνε το γέρας, να θάψουνε τα δικαιώματα και τα κατορθώματά της. Στην ελεεινή αυτή συνωμοσία ο λαός απήντησε με ένοπλη άμυνα. Αυτός είναι ο Δεκέμβριος!». Ενα τόσο καταιγιστικό κείμενο δε θα μπορούσε να κλείνει απαισιόδοξα. Το ηθικό ανάστημα του ελληνικού λαού είναι το θετικό συμπέρασμα για τον συγγραφέα που μας εξηγεί: «Απέναντι σε περίπου 30.000 όπλα στα χέρια Ελλήνων αντιδραστικών και προδοτών κάθε κατηγορίας καθώς και αγγλικά, ο ΕΛΑΣ παρέταξε μια δύναμη από 15.000 όπλα. Μ’ αυτά κράτησε 33 μέρες έναν τιτάνιο αγώνα από τον οποίο βγήκε ουσιαστικά νικητής (…) Σάρκα από τις σάρκες του λαού, κόκαλο από τα κόκαλά του ο ΕΛΑΣ ύψωσε τη γενεά μας ίσαμε το ανάστημα της γενεάς του ’21 και ακόμα πιο πάνω. Απόδειξε τι θησαυρούς κρύβει μέσα της η λαϊκή μάζα, τι πολεμικές οργανωτικές και ηθικές αρετές».


ελευθεραΕνας ακόμα λογοτέχνης που τιμά με την πένα του τη μάχη του Δεκέμβρη και τον ιστορικό της ρόλο είναι ο Μενέλαος Λουντέμης. Δύο εκτενή πεζά του, «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης» και η «Δεκεμβριάδα», είναι αφιερωμένα αποκλειστικά σ’ αυτόν το σκοπό. Η γραφή του δυνατή και εντυπωσιακή, χωρίς όμως να χρειάζεται να καταφύγει σε υπερβολές ή ηρωικές εξάρσεις – η μεγαλοσύνη του Δεκέμβρη πηγάζει από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της και αν θα μπορούσε να γίνει ποτέ έπος δε θα ήταν τέτοιο, αφού δεν θα το περιέβαλε τίποτα μυθικό ή υπεράνθρωπο. Ο Λουντέμης καταφέρνει να στήσει τις αφηγήσεις του με τέτοιο τρόπο, ώστε το έργο του και να ξαφνιάζει τον αναγνώστη, να τον ταράζει, αλλά και να του κεντρίζει το ενδιαφέρον, να τον παραπέμπει σε γνώριμα λογοτεχνικά βιώματα. Το εισαγωγικό κομμάτι στο «Μεγάλο Δεκέμβρη» το ονομάζει ο συγγραφέας παραμύθι, και θυμίζει μάλλον μύθο του Αισώπου, όπου τα ζώα παίρνουν τους ρόλους των ανθρώπων. Το παραμύθι του Λουντέμη εξηγεί συνοπτικά πώς από σύμμαχοι στον αντιφασιστικό αγώνα έφτασαν να γίνουν νέοι δυνάστες. Το ήθος και ο χαρακτήρας του ζώου ανταποκρίνεται στη στάση που κράτησε καθεμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές (Αγγλοι: λιοντάρι, ΕΑΜ: αρκούδα, γεράκι: Γερμανοί, ειρηνική αγελάδα: ελληνικός λαός). Καθετί που λέει ο Λουντέμης φροντίζει να το χρωματίζει με έναν ιδιαίτερο τόνο, γι’ αυτό και οι ειρωνικοί υπαινιγμοί και οι παραβολές. «Ενας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του τη λέξη Σφαγή» – στις λίγες αυτές λέξεις συμπυκνώνει την τραγικότητα του στημένου αυτού δράματος (σ.: 130-1). Ολα λέγονται απλά, αφού η Ιστορία μιλάει από μόνη της – ο συγγραφέας μοιάζει να έχει ρόλο σκηνοθέτη που επιμελείται καλλιτεχνικά την παρουσίασή τους. Οι συντηρητικοί και ο «εθνικός» τους στρατός γίνονται στο λογοτεχνικό κείμενο μισθοφόροι, γενειοφόρα ερπετά, ο Σκόμπυ «λιτός στρατιώτης», ο Τσώρτσιλ «φιλέλλην διπλωμάτης» και ο Παπανδρέου ο αρλεκίνος τους. Χαρακτηριστικό του καυστικού ύφους του Λουντέμη είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίσταται ο διάλογος μεταξύ Τσώρτσιλ και Παπανδρέου (σ.: 142). Ο Λουντέμης δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος: Ο πόλεμος στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ εμφύλιος αλλά «καθαρή διχόνοια λαού και κατακτητή», του κατακτητή που όταν ως σύμμαχος βομβάρδισε την παραλία του Φαλήρου μόνο γερμανικούς στόχους δεν πέτυχε, του κατακτητή που έκανε τον Παρθενώνα τηλεβολοστάσιο. Συμπερασματικά, ο συγγραφέας καταλήγει: «Η Βάρκιζα είναι η “μάχη της Ελλάδος” η μόνη και τελική μάχη που κέρδισε εγγλέζικα ο Σκόμπυ. Η αμετακίνητος 10 Δεκέμβρη που πραγματοποιήθηκε τελικά στις 12 Φλεβάρη. Να ποια ήσαν τα όπλα της μάχης αυτής που έδωσαν δυο μήνες αργότερα τη νίκη: Πανουργία, Ανανδρία, Ξετσιπωσιά και Απάτη». Στον επίλογό του δίνει τον τίτλο «Ο Φασισμός απέθανε – ζήτω ο φασισμός!». Το λογοπαίγνιο σπάει κόκαλα…
Πρόβλημα ιδεολογικό κατ’ επέκταση και πολιτικό
 
 
ελευθερα2«Μπορούμε να πούμε χωρίς καμιά αμφιβολία ότι ο ελληνικός λαός έχει σημαντική πολιτική ωριμότητα. Την έχει αποκτήσει στη μακριά ζωή της σκλαβιάς του, κάτω από τον τούρκικο ζυγό που καταλύθηκε με τη λαϊκή επανάσταση του 1821, την έχει δυναμώσει με δύο κατοπινές κοινωνικές επαναστάσεις στην πάλη ενάντια στο χιτλερισμό και στον τελευταίο αγώνα του, τέσσερα χρόνια με τ’ όπλο στο χέρι ενάντια στη νέα εισβολή του δολάριου».
Κλείνοντας θα ήταν καλό να επιστρέψουμε για λίγο εκεί από όπου ξεκινήσαμε: Στα αφιερώματα των περιοδικών για τη μάχη του Δεκέμβρη. Η αλήθεια είναι ότι δίνουν μια ισχυρή ώθηση στην πνευματική δραστηριότητα, που στα προηγούμενα χρόνια, τόσο στην Κατοχή όσο και στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, έκανε πολύ λίγα βήματα και αυτά σε αντιδραστική ή έστω σε «ουδέτερη» κατεύθυνση – αν μπορούμε να δεχτούμε ότι υπάρχει ουδέτερη στάση σε τέτοιες κοινωνικές συνθήκες. Πολύ περισσότερο, τα «Ελεύθερα Γράμματα», λόγω διαρκέστερης παρουσίας, ενθαρρύνουν τη συγγραφή νέων λογοτεχνικών κειμένων. Μέσα από τις ίδιες τις σελίδες του περιοδικού ζητούν συνεργάτες για τον εκδοτικό οίκο «Τα νέα βιβλία» (εκδοτικός οίκος που έπαιξε καίριο ρόλο στη μετεμφυλιακή ιδεολογική διαπάλη δίνοντας χώρο έκφρασης σε προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας και της διανόησης). Αλλωστε, προβληματισμοί πολιτικοί, ιδεολογικοί, κοινωνικοί εκφράζονται και μέσα από την αρθρογραφία στα περιοδικά αυτά, παράλληλα με τα φιλολογικά και λογοτεχνικά θέματα. Ακόμα κι αυτά τα περιοδικά όμως δεν μπορούν να ξεπεράσουν απόλυτα τις αιχμηρές πλευρές της επικαιρότητας. Στο αφιέρωμα που κάνουν τα «Ελεύθερα Γράμματα», τα άρθρα του Α. Πανσέληνου και του Μ. Αυγέρη παρουσιάζουν τα Δεκεμβριανά ως το αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των δυτικών δυνάμεων στη χώρα, και τη λαϊκή εξέγερση του ’44 ως την «απαραίτητη συμπλήρωση του 1821». Ο Πανσέληνος λέει ότι «το 1944 γλίτωσε το 1821 από τους σφετεριστές του», διστάζει, όμως, να σχολιάσει με λεπτομέρεια τις πολιτικές εξελίξεις όπως δίνονται από το χρονικό «33 μέρες». Τα πεζά που δημοσιεύονται ιστορούν το Δεκέμβρη μέσα από τα μάτια των ηρώων της. Μικρές προσωπικές ιστορίες συνθέτουν σε ψηφιδωτό την εικόνα της μάχης. Το λένε κι οι τίτλοι: «Ο Μαθιός» (Λ. Νεγρεπόντης), «Το ημερολόγιο ενός φοιτητή» (Λ. Γρηγορίου), «Ανάμνηση» (Μ. Αξιώτη). Οσο για την ποίηση, κρατάει ύφος υμνητικό, βγαλμένη λες από τις φωνές στα συλλαλητήρια του Δεκέμβρη. Σε τόνο διακηρυκτικό «Ο αιώνιος Δεκέμβρης» του Βρεττάκου:
ελευθερα3 
«Εμείς είμαστε ένα στροβίλισμα φωτιάς
Μιαν αστραπή δεμένη σε πανύψηλο κοντάρι.
Πορευόμαστε
Μέσα στη σκοτεινιά του αιώνα μας. Εμείς
Είμαστε οι σπίθες της πιο αθώας της πιο βαθιάς της πιο μεγάλης επανάστασης»
«Υμνος στην Αθήνα του Δεκέμβρη», τιτλοφορείται το ποίημα του Πιερίδη. Ως ύμνος παρουσιάζεται και η «Αθήνα» του Eluard στο περιοδικό «Νέα Ζωή». Εν θερμώ και με τις μνήμες της μάχης ακόμα νωπές δε θα μπορούσαν να γραφτούν κείμενα που να αμφισβητούν την αυτοθυσία των λαϊκών αγωνιστών και το δίκιο του αγώνα τους. Είναι όλα τους έργα που κρατούν το ηθικό του λαού ψηλά, πουθενά στις λέξεις τους δεν υποψιάζεσαι την όποια ήττα. Η λογοτεχνία της ήττας εμφανίζεται στα μετεμφυλιακά χρόνια κυρίως, αφού έχουν επέλθει όλες εκείνες οι ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις που συσκοτίζουν τη διαύγεια με την οποία έβλεπαν τα γεγονότα οι συγγραφείς στα 1945 και ’46. Οπως και στην ιστοριογραφία, έτσι και στη λογοτεχνία, η αναπαράσταση της αλήθειας αποτελεί ένα πρόβλημα ιδεολογικό και κατ’ επέκταση και πολιτικό. Στη λογοτεχνία, μάλιστα, λίγο περισσότερο, καθώς το προσωπικό βίωμα συχνά υποσκελίζει τα γεγονότα και στην περίπτωση γεγονότων με τόσο σοβαρές επιπτώσεις στο συναισθηματικό κόσμο των εμπλεκομένων, χιλιάδες αλλοιώσεις.

ελεθυερα4Γεγονός, όμως, είναι ότι μεγάλος όγκος αξιόλογων λογοτεχνικών έργων προέκυψε από την πρωτοβουλία των περιοδικών αυτών να δημοσιεύσουν τέτοια κείμενα στις σελίδες τους και να τα προωθήσουν προς έκδοση.
Βέβαια, ήδη, από τα τέλη του ’46, οι αναφορές στα Δεκεμβριανά αραιώνουν και από το ’47, με την επίσημη κήρυξη του Εμφυλίου, χάνονται σχεδόν εντελώς. Τα «Ελεύθερα Γράμματα» επικεντρώνονται κυρίως σε θεωρητικές συζητήσεις για το ρόλο της τέχνης και αποκτούν πιο στενά φιλολογικό χαρακτήρα. Η ώθηση που έχει δοθεί στην εκδοτική δραστηριότητα επιτρέπει την κυκλοφορία κάποιων συλλογών του Ρίτσου και του Λειβαδίτη, από τους σημαντικότερους λογοτέχνες που βρίσκονταν στους κόλπους του ΚΚΕ, όπως ήταν αναμενόμενο όμως, με εξαιρετικά υπαινικτικές, σχεδόν αδιόρατες αναφορές στο Δεκέμβρη και τον Εμφύλιο, λόγω της αυστηρής λογοκρισίας και των διώξεων που υπέφεραν και οι δύο ποιητές, μέχρι που εξορίστηκαν.
Πηγή Ριζοσπάστης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου